πολλαπλασίων

πολλαπλασίων
πολλαπλάσιος
many
fem gen pl
πολλαπλάσιος
many
masc/neut gen pl
πολλαπλασίων
masc/fem nom sg
πολλαπλασιόω
multiply
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
πολλαπλασιόω
multiply
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολλαπλασίων — ον, Α πολλαπλάσιος. επίρρ... πολλαπλασιόνως (Α) με πολλαπλάσιο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολλαπλάσιος + επίθημα ίων, δηλωτικό του συγκριτικού βαθμού (πρβλ. εικοσαπλασ ίων, μυριοπλασ ίων)] …   Dictionary of Greek

  • πολλαπλασίονα — πολλαπλασίων neut nom/voc/acc pl πολλαπλασίων masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιόνων — πολλαπλασίων gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασιόνως — πολλαπλασίων adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονας — πολλαπλασίων masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονες — πολλαπλασίων masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονι — πολλαπλασίων dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίονος — πολλαπλασίων gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολλαπλασίοσι — πολλαπλασίων dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόσκινο του Ερατοσθένη — (Μαθημ.). Ο αλγόριθμος που επινόησε ο αλεξανδρινός μαθηματικός Ερατοσθένης (275 195 π.Χ.) για την εύρεση όλων των πρώτων αριθμών (αριθμοί που διαιρούνται ακριβώς μόνο από τον εαυτό τους και τη μονάδα) από το 1 έως το n (όπου n οποιοσδήποτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”